αναβολέας

αναβολέας
ο
1. σιδερένιος κρίκος που κρέμεται από τη σέλα για να στηρίζεται το πόδι του αναβάτη κατά την ίππευση: Καβαλούσε το άλογο χωρίς να πατήσει στον αναβολέα.
2. το τελευταίο προς τα μέσα οστάριο του αυτιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναβολέας — Εκείνος που βοηθάει κάποιον να ανέβει σε άλογο. Επίσης, ο σιδερένιος κρίκος που κρέμεται από το εφίππιο, γνωστός και ως σκάλα. Α. λέγεται και ένα είδος χειρουργικού εργαλείου. (Ανατ.) Το μικρότερο από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στο μέσο αφτί… …   Dictionary of Greek

  • άκμων — I Ένα από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στην κοιλότητα του μεσαίου αφτιού και σχηματίζουν αλυσίδα, η οποία συνδέει το εσωτερικό τοίχωμα του έξω αφτιού με το εξωτερικό τοίχωμα του λαβύρινθου. Ο ά. βρίσκεται ανάμεσα στα άλλα δύο, τα οποία είναι η… …   Dictionary of Greek

  • ακοή — Αίσθηση, χάρη στην οποία γίνονται αντιληπτά τα ηχητικά ερεθίσματα, τα οποία προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, οφείλονται σε ταλαντώσεις ηχογόνων σωμάτων και διαδίδονται διαμέσου του περιβάλλοντος. Οι ταλαντώσεις ενός σώματος που… …   Dictionary of Greek

  • αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… …   Dictionary of Greek

  • αναβατήρας — ( τήρ), ο 1. σκαλοπάτι, σκάλα 2. ανελκυστήρας, ασανσέρ 3. σκαλοπάτι οχήματος, μαρσπιέ 4. ο αναβολέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβαίνω. Η λ. με τη σημασία «σκαλοπάτι οχήματος» μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»] …   Dictionary of Greek

  • ζεγγί — το ο αναβολέας* σέλλας, σκάλα ίππευσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. uzengi] …   Dictionary of Greek

  • κατόχι — το (Α κατόχιον) καθετί που συνέχει, που συγκρατεί («κατόχιον ἐμβρύων» προφυλακτικό κατά τής αποβολής, Αέτ.) νεοελλ. 1. ο αναβολέας* 2. δερμάτινο λουρί ή σχοινί με το οποίο οι υποδηματοποιοί δένουν στο πόδι τους το παπούτσι που ράβουν 3. σκαλοπάτι …   Dictionary of Greek

  • σκάλα — I (Scala). Περίφημο λυρικό θέατρο του Μιλάνου. Χτίστηκε το 1778 από τον Γκιουζέπε Πιερμαρίνι στη θέση της παλιάς εκκλησίας της Σάντα Μαρία αλά Σκάλα και σε αντικατάσταση της παλιάς δουκικής σκηνής, που καταστράφηκε από πυρκαγιά. Τόσο για το… …   Dictionary of Greek

  • σκάλα — η (λ. λατ.) 1. τεχνικό κατασκεύασμα με βαθμίδες που το χρησιμοποιούμε για να ανεβαίνουμε κάπου: Αγόρασε μια φορητή σιδερένια σκάλα για να φτάνει τα πιο ψηλά κλαδιά των δέντρων του. – Μια ξύλινη εσωτερική σκάλα οδηγεί στον πάνω όροφο του σπιτιού… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”